φλιτάρω

φλιτάρω
φλιτάρισα, φλιταρίστηκα, φλιταρισμένος, μτβ., με ειδική συσκευή εκτοξεύω πυκνά σταγονίδια φλιτ (βλ. λ.), για την εξόντωση διάφορων εντόμων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φλιτάρω — φλιτάρω, φλιτάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φλιτάρω — Ν ψεκάζω με εντομοκτόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλιτ + ρηματ. κατάλ. άρω*] …   Dictionary of Greek

  • φλιτάρισμα — το, Ν [φλιτάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φλιτάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”