- φλιτάρω
- φλιτάρισα, φλιταρίστηκα, φλιταρισμένος, μτβ., με ειδική συσκευή εκτοξεύω πυκνά σταγονίδια φλιτ (βλ. λ.), για την εξόντωση διάφορων εντόμων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.